- στενωπῶν
- στενωπόςnarrowmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στενώπαρχος — ὁ, Α επιστάτης, επόπτης, ελεγκτής τών στενωπών ή τών οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενωπός + αρχος*] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Σιδηρές Πύλες — Ονομασία διαφόρων στενωπών στα Βαλκάνια. Η γνωστότερη είναι ένα στενό και βραχώδες πέρασμα, μήκους περίπου 3 χλμ., μεταξύ των ρουμανικών πόλεων Όρσοβα και Τούρνου Σεβερίν, κοντά στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Η περιοχή αυτή… … Dictionary of Greek